- ανεξόδευτος
- ανεξόδευτος, -η, -ο και ανεξόδιαστος, -η, -οβλ. αξόδευτος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀνεξόδευτος — with no issue masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανεξόδευτος — και ανεξόδιαστος, η, ο (AM ἀνεξόδευτος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να ξοδευθεί, να πουληθεί ή να καταναλωθεί 2. όποιος μπορεί να γίνει χωρίς σημαντικά έξοδα, ο ανέξοδος 3. εκείνος που δεν κάνει πολλά έξοδα αρχ. μσν.… … Dictionary of Greek
ἀνεξόδευτον — ἀνεξόδευτος with no issue masc/fem acc sg ἀνεξόδευτος with no issue neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανεξόδιαστος — η, ο 1. βλ. ανεξόδευτος 2. (για νεκρό) εκείνος για τον οποίο δεν έγινε η νεκρώσιμη ακολουθία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανε * στερ. + ξοδιάζω «δαπανώ, κάνω εκφορά νεκρού»] … Dictionary of Greek
αξόδευτος — κ. ανεξόδευτος, η, ο 1. (για χρήματα) αυτός που δεν ξοδεύτηκε, δεν δαπανήθηκε 2. (για είδη κατανάλωσης) αυτός που δεν καταναλώθηκε, δεν εξαντλήθηκε … Dictionary of Greek